-
1 погрузка
η φόρτωσ/ηскорость - и ταχύτητα/ρυθμός της - ης- навалом - χύδην/σε χύμα (στερεό φορτίο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > погрузка
-
2 перевозка
η μεταφορ/άбестарная - χύδην/σε χύμα- на условиях СИФ - με όρους С Ι.F. (κόστος, ασφάλεια- сухопутным транспортом χερσαία -, διά της ξηράςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перевозка
-
3 продажа
η πώλησ/η, το πούλημα· *вы-пускать в - у βγάζω για -переговоры ο - е συνομιλίες/διαπραγ-ματεύσης για -- на условиях СИФ - με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продажа
-
4 склад
(помещение) η αποθήκηразрешение таможни на выдачу груза со - а τελωνειακή έγκριση/άδεια για παράδοση του φορτίου από την -грузовой - των φορτίων/εμπορευμάτων- пиломатериалов - ξυλείας, η ξυλαποθήκηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > склад
-
5 таможня
το τελωνεί/οразрешение - и на ввоз{}вывоз{} товара άδεια του - ου για εισαγωγή/εξαγωγή εμπορευμάτωνразрешение - и на выдачу груза со склада άδεια του - ου για παραλαβή φορτίου από την αποθήκηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > таможня
-
6 спросить
-ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спрошенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.1. ρωτώ, ζητώ να μάθω, να πληροφορηθώ•спросить фамилию ρωτώ ποιο είναι το επώνυμο•
спросить о здоровье ρωτώ για την υγεία, εξετάζω, σηκώνω μαθητή να πει το μάθημα.
2. ζητώ να μου δοθεί•спросить разрешение ζητώ άδεια•
спросить совет ζητώ συμβουλή.
3. απαιτώ•сколько за это спросишь? πόσο θα ζητήσεις γι αυτό;
1. ζητώ (άδεια να κάνω κάτι), ρωτώ•кого ты -ился? ποιόν ρώτησες; από ποιόν πήρες άδεια;•
-ись у начальника ρώτησε το διευθυντή (προϊστάμενο).
2. ζητώ ευθύνες, λόγο, λογαριασμό•ты виновен, а -осится у меня εσύ φταις, όμως από μένα θα ζητήσουν ευθύνες.
3. βλ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.). -
7 выдача
1. (сигнала и т.п.) η παραγωγή, το δόσιμο 2. (оборудования, имущества, инструмента) η παράδοση 3. (выработка на-гора) η παραγωγή 4. (патента и т.п.) η χορήγησ/ηотказ в - е патента άρνηση για - του προνομίου/πατέντας εκμετάλλευσηςотказывать в - е кредита αρνούμαι για - δανείου/πίστωσηςпошлина за - у патента φόρος για - του προνομίου/πατέντας εκμετάλλευσης5. (вручение, передача, возврат) η παράδοσ/η, η έκδοσηотказывать в - е визы αρνούμαι για παραχώρηση άδειας εισόδου/βίζας6. (распределе-ние) η διανομή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выдача
-
8 участие
η συμμετοχ/ή, η σύμπραξηпринимать - παίρνω μέρος, συμμετέχωденежное - χρηματική/οικονομική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > участие
-
9 дать
дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, даноρ.σ.μ.1. δίνω• εγχειρίζω•дать деньги δίνω χρήματα•
дать книгу δίνω βιβλίο.
|| παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•помещение δίνω χώρο.
|| παραχωρώ•дать место δίνω τη θέση.
|| πληρώνω•сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;
2. απονέμω•дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.
|| μτφ. καθορίζω•дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).
|| επιφέρω, καταφέρω•он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.
|| χτυπώ, δέρνω, πλήττω•дать по рукам χτυπώ στα χέρια.
3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•дать обед δίνω γεύμα•
дать концерт δίνω συναυλία•
дать бал δίνω χορό.
4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.
|| φέρω, επιφέρω•дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.
5. εμφανίζω, παρουσιάζω•дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•
-течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•
дать осечку παθαίνω αφλογιστία•
дать осадок αφήνω κατακάθια.
6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•
дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•
дать позволение επιτρέπω•
дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•
дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•
дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•
дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•
дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.
|| μεταδίνω, κάνω•сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•
дать знак κάνω νεύμα.
|| χτυπώ, κρούω•дать звонок χτυπώ το κουδούνι.
7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•
он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.
8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.εκφρ.дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•дать вожжи ή поводок – κ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•дать свет – ανάβω το φως•дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.1. πιάνομαι•не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.
|| υποκύπτω, υποχωρώ.2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•
история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.
|| δίνομαι, αποκτιέμαι•ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).